- ράχετρον
- τὸ, Α·1. (κατά τον Ησύχ.) η ράχη α) «ῥάχετρονῥαχίςὡς πλευρὸν καὶ πλευρά»β) «ῥάχετρονἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου»2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὄπισθεν τοῡ τραχήλου, ἀφ' οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως»3. (κατά τον Πολυδ.) α) «τὸ μέσον τῆς ῥαχεως»β) εργαλείο τού κρεοπώλη4. (κατά τον Δίδ. Αλ.) «τὸ πλευρόν».[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + επίθημα -ε-τρον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. δέρ-τρον, ῥάκε-τρον), με παρέκταση -ε- που προέρχεται πιθ. αναλογικά προς τ. σχηματισμένους από δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. φέρε-τρον: φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.